Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Η κατάρα της Καταχνιάς

Ο Δεσπότης & οι Κοτσαμπάσηδες
 Η Καταχνιά είναι μιά μικρή ορεινή  κωμόπολη κάπου στην Βόρεια Ελλάδα. Ενα πανέμορφο χωριό πνιγμένο στο πράσινο & στα κρυστάλλινα νερά.
Εφτασα εκεί ένα μεσημέρι σε μιά καλοκαιρινή εκδρομή πριν πολλά χρόνια. Παρκάρησα στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο με την παχιά σκιά. Κρυστάλινα νερά έτρεχαν άφθονα από παντού.
Μόλις κατεβήκαμε όμως παρά την ομορφιά, ένα παράξενο σφίξιμο νοιώσαμε στο στομάχι. Θεωρήσαμε ότι ήταν από το ταξίδι.
Κατευθυνθήκαμε στον καφενέ της πλατείας, με τους λιγοστούς πελάτες, οι οποίοι ανασκουμπώθηκαν στις καρέκλες τους, βλέποντας τον καφετζή να ετοιμάζεται για ανάκριση τρίτου βαθμού.
-Ξένοι είστε; μας ρώτησε.
-Ναι του απαντάω από Νότια. Μας μύρισε τσίπουρο, φέρε δύο & από μεζεδάκι τι έχεις;
-Ληστιό.
Αφού μας έφερε νοθευμένο τσίπουρο που βρωμούσε καζανίλα, από αυτό που δίνουν στους ξένους, εμπλουτισμένο & με κεζάπι, ειδικά τους Νότιους, & ένα ταγκισμένο ληστιό (ποταμίσιο παστό ψάρι) της κακιάς ώρας, συνέχισε την ανάκριση τρίτου βαθμού.
-Από ποιό μέρος είστε;
-Από Αθήνα του λέω.
-Και την δουλειά έχετε εδώ πάνω;
-Οτι δουλειά είχε & ο Μέγ΄Αλέξανδρος στην Αθήνα, του απαντάω με σκοπό να τον πειράξω. Ομως απότι φαίνεται δεν του άρεσε το πείραγμα γιατί κατσούφιασε την μούρη του & έφυγε προς το εσωτερικό του καφενέ μουρμουρίζοντας κάτι σε βαριά προφορά. Μετά από λίγο φουριόζος, ξαναβγαίνει έξω με ένα χαρτάκι με τον λογαριασμό.
-Αντε τελειώνετε & φευγάτε, γιατί είναι μεσημέρι & τα μεσημέρια τους μήνες που δεν έχεουν "ρ" εμείς κοιμόμαστε.
Ο φίλος μου είχε πάρει ψιλοανάποδες, αλλά με ένα κράτημα στο χέρι του υπενθύμισα, ότι είμαστε εκδρομή.
-Και δεν μου λες παλληκάρι μου του λέω, έχει εδώ κάπου να φάμε κάτι;
-Εχει σε εκείνο τον δρόμο κανά χιλιόμετρο πέρα μιά ταβέρνα αν θέλετε κοψίδι, ή τραβάτε κατά θάλασσα για ψάρι. Δεν είναι μακρυά.
Πήραμε τον δρόμο που μας έδειξε, ένα χιλιόμετρο σκεπασμένο με πλατάνια, για να φτάσουμε σε ένα μέρος απείρου κάλους, όπου ο ουρανός δεν φαινόταν από τις πυκνές φυλωσιές των πλατανιών, δύο πηγές έτρεχαν ασταμάτητα, & ένας απίστευτος ταβερνιάρης μας υποδέχθηκε καλόκαρδα χτυπώντας μιά αρμαθιά κουδούνια, ενώ μιά υπέροχη τσίκνα από ημιάγριο σουβλιστό γουρουνόπουλο μας έσπασε τα ρουθούνια. Είχε & υπέροχο κρασί. Ηταν η σειρά μου να ρωτήσω τον ταβερνιάρη αν ήταν ξένος, ο οποίος & επιβεβαίωσε ότι ήταν από ένα διπλανό χωριό, "με άλλο κόσμο", πληροφορώντας μας ταυτόχρονα ότι πέσαμε στον τρελοΓκαούδα, τον καφετζή.
Παρά το ότι είχαμε χαλαρώσει σχετικά εκείνο το περίεργο σφύξιμο στο στομάχι, δεν έλεγε να φύγει τελείως.
Κάτσαμε αρκετά ήταν ήδη απόγευμα. Λογαριάζαμε να περπατήσουμε στο Χωριό & το σούρουπο να στείσουμε ένα αντίσκηνο στα τόσα μέρη έξω από το πανέμορφο χωριό κάτω από τα πλατάνια να διανυκτερεύσουμε & την επαύριο βλέπαμε.
Περπατούσαμε αρκετή ώρα & το σούρουπο τα βήματά μας μας οδήγησαν σε ένα Μοναστήρι, λίγο έξω αλλά κοντά στο χωριό, όπου ακούσαμε κάτι σαν απόκοσμο μονόλογο. Μπήκαμε μέσα να ανάψουμε ένα κεράκι, & είδαμε στο μικρό εκκλησάκι που είχαν, χωρίς ρεύμα, με το φως των κεριών, να γίνεται κάτι σαν προσευχή. Οι άνθρωποι κατηφείς & αγριωποί γύρισαν & μας κοίταξαν σαν ενοχλημένοι. Ναι ενοχλήθηκαν από την παρουσία μας.
Αφού τελείωσε η προσευχή τους, βγήκαμε έξω στον περίβολο, όπου πλέον είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε τι κέρατο ήταν αυτό το περίεργο σφύξιμο, που νοιώθαμε στο στομάχι & όσο πήγαινε δυνάμωνε, χωρίς να δικαιολογείται από τις συνθήκες.
Αφού έφυγε ο κόσμος, βγήκε έξω ένας σεβάσμιος γέροντας & έκατσε σε ένα πέτρινο παγκάκι. Χωρίς να μας κοιτάξει, σκυφτός, μας λέει: "Καλώς τα καλόπαιδα. Ελάτε καθείστε. Πως από τα μέρη μας; Εκδρομή ήρθατε;"
-Ναι παππούλη ήρθαμε εκδρομή αλλά,....να,...νοιώθουμε παράξενα & οι δυό,...ένα περίεργο σφύξιμο στο στομάχι, που δεν δικαιολογείται στο πανέμορφο χωριό σας. Εσύ που είσαι & πνευματικός άνθρωπος, ίσως να έχεις κάτι να μας πεις......
-Α,...το καταλάβατε!....εμείς το έχουμε συνηθίσει εδώ τόσα χρόνια.......
-Ωστε λοιπόν, ...κάτι συμβαίνει;...ώστε είναι δικαιολογημένο; τον ρώτησα δειλά. Τι συμβαίνει;
-Ακούστε λοιπόν. Η Καταχνιά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στέναζε, όπως όλη η Ελλάδα, κάτω από το Τούρκικο καφτάνι. Κουμάντο έκαναν & εδώ οι Κοτσαμπάσηδες. Ομως ετούτοι οι δικοί μας ήταν πολύ άγριοι. Είχαν όλους & δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Και τους έπαιρναν & τα στάρια τους & τους έβαζαν & βαριά χαράτσια. Μερικοί δεν άντεχαν & έβγαιναν στα βουνά & γίνονταν κλέφτες. Τα γυναικόπαιδά τους, οι οικογένειές τους που έμεναν πίσω, μαρτυρούσαν από αυτά τα παλιοτόμαρα. Είχαν & δικά τους στασίδια στην Εκκλησιά, & πρωτοκαθεδρίες, & προνόμια. Και οι Δεσποτάδες, όχι μόνον τους ανέχονταν αλλά & τους ενθάρυναν, βάζοντας επιτίμια σε όσους πήγαιναν να παραπονεθούν. Τους έλεγαν ότι θα πάνε στην κόλαση, επειδή οι άντρες τους & οι πατεράδες τους, έγιναν κλέφτες. Εκτός & αν τους κατέδιδαν & μαρτυρούσαν που κρύβονταν.
Κάποτε όταν πέθανε ο Δεσπότης, μας ήρθε εδώ ένας Δεσπότης, Αγιος άνθρωπος, που όταν τα είδε όλα αυτά, τους μάλωσε, μέσα στην Εκκλησιά. Τους είπε να προστατεύουν τους πιό αδύναμους & να μην τους χαρατσώνουν έτσι άγρια. Τους ελεγε για την ισότητα & την Αγάπη. Τους έλεγε ακόμη ότι πρέπει να μοιράζουνε τον πλούτο τους.
Οταν τέλειωσε η λειτουργιά, τον περίμεναν οι κοτσαμπασέοι να ξεντυθεί. Και όταν ξεντύθηκε τον πήραν στο γραφείο & του είπαν: "Ακου εδώ παπά & βάλτο καλά στο μυαλό σου. Στην Καταχνιά, κουμάντο κάνουμε εμείς. Ούτε ο Αγάς δεν τολμάει να μας πάει κόντρα. Λοιπόν ή συμμορφώνεσαι & κάνεις ότι σου λέμε, ή δεν θα έχεις καλό τέλος εδώ. Ασε λοιπόν τις αγαπολογίες & τις δικαιοσύνες γιατί την επόμενη φορά θα σε ξεντύσουμε εμείς".
Ηρεμος ο Δεσπότης αλλά φανερά οργισμένος, τους απάντησε, ότι στον Οίκο του Θεού κάνει κουμάντο αυτός. Και στα ποίμνιό του, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, δεν μπορεί κανένας να κάνει ότι θέλει, & πως αυτός ήρθε εκεί για να εφαρμόσει τον Λόγο του Θεού & να σταθεί σε τόπο & τύπο Χριστού. Τους είπε να μην τολμήσουν να πλησιάσουν να κοινωνήσουν αν δεν αλλάξουν μυαλά & να πάνε να εξομολογηθούν όλοι τους, & να βάλουν μετάνοια, το άλλο Σάββατο.
Ηταν χειμώνας βαρύς & η χιονοθύελα δεν έλεγε να κοπάσει. Κανείς τους δεν εμφανίστηκε το Σάββατο να εξομολογηθεί & να βάλει μετάνοια.
Η Λειτουργιά είχε αρχίσει & όπως πάντα, ο Δεσπότης βρισκόταν στον Ναό. Εκείνη την Κυριακή ήταν Μεγάλη Γιορτή. Οι Κοτσαμπάσηδες δεν εμφανίστηκαν στην Λειτουργιά. Μετά την Μεγάλη Είσοδο & ενώ ετοίμαζαν τα Τίμια Δώρα, ακούστηκε καλπασμός αλόγων. Μπήκαν μέσα στην Εκκλησιά οι Κοτσαμπάσηδες οπλισμένοι. Προχώρησαν & μπήκαν στο Ιερό. Εσπρωξαν τον Ιερέα & βούτηξαν τον Δεσπότη. "Σου το είπαμε ότι την επόμενη φορά θα σε ξεντύσουμε εμείς" του είπαν. Και αφού του έβγαλαν τα άμφια, τον έσειραν έξω στην χιονοθύελα & τον έβαλαν επάνω σε ένα γαϊδούρι. Του πέταξαν & ένα μπόγο που είχαν φτιάξει. "Περάσαμε & από το σπίτι σου & σου βάλαμε τα πράγματά σου μέσα. Για να μην λες ότι είμαστε άκαρδοι. Και τώρα τσακίσου & φεύγα από εδώ".
Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε ο Δεσπότης, που χάθηκε μέσα στην χιονοθύελα. Αργότερα μάθαμε, από την γυναίκα ενός κλέφτη, ότι τον περιμάζεψαν οι κλέφτες έξω από το χωριό, & ότι ξεστόμισε μιά βαριά κατάρα. Καταράστηκε την Καταχνιά να μην δει χαίρι & προκοπή για 7 χρόνια. Να μην καρπίσουν οι ελιές τους για 7 χρόνια. Και έτσι έγινε. 7 χρόνια δεν κάρπησαν οι ελιές, φτώχεια & πείνα έπεσε στο χωριό......"
Σταμάτησε για λίγο ο Γέροντας & τον πήραν τα κλάμματα. Τον καθησύχασα λέγοντάς του ότι αυτά έγιναν πριν από πολλά χρόνια, & ότι πάει πέρασε...
"Οχι παλληκάρι μου, δεν πέρασε. Η κατάρα ισχύει ακόμα. Για να λυθεί, πρέπει να γίνει ειδική παράκληση από τον Δεσπότη μας. Και κανείς δεν τολμάει. Οι κοτσαμπάσηδες υπάρχουν ακόμη. Τα εγγόνια τους & τα δισέγγονά τους είναι εδώ. Αμετανόητοι, όπως οι παππούδες τους. Δεν θέλουν να μαθευτεί αυτή η ιστορία. Τώρα οι νέοι δεν τα πιστεύουν αυτά αλλά & δεν τα ξέρουν. Και σε εσάς που τα είπα, είναι επειδή ήθελα κάπου να μιλήσω & επειδή είστε ξένοι. Αν μιλήσετε θα με πάρει & θα με σηκώσει τώρα στα γεράμματα."
Η ιδέα να στήσουμε αντίσκηνο μας είχε εγκαταλείψει. Με μιά γρήγορη ματιά συνενοηθήκαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο & τραβήξαμε κατά την θάλασσα. Μόλις αντικρύσαμε τα φώτα της παραλίας. Το σφύξιμο επί τέλους έφυγε.
Η ιστορία αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τυχόν πραγματικότητα, είναι εντελώς τυχαία.

Iάκωβος Τίγκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου